Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεσκευασμένως
διεσμιλευμένως
διεσπαρμένως
διεσπασμένως
διεσπουδασμένως
διέσσυτο
διεστραμμένως
διεσφαλμένως
διεταρίστρια
διετηρίς
διετήρων
διετής
διετήσιος
διετία
διετίζω
διέτμαγεν
διευεργετέω
διευθετέω
διευθέτησις
διευθηνέω
διευθυδρομέω
View word page
διετήρων
δι-ετήρων, ον, gen. ονος, = sq.,
A). μόσχος Epigr.Gr. 1035.21 (Pergam.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διετήρων
Headword (normalized):
διετήρων
Headword (normalized/stripped):
διετηρων
IDX:
26697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26698
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δι-ετήρων</span>, <span class="itype greek">ον</span>, gen. <span class="itype greek">ονος</span>, = sq., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">μόσχος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Epigr.Gr.</span> 1035.21 </span> (Pergam.).</div> </div><br><br>'}