Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίεσις
διεσκεμμένως
διεσκευασμένως
διεσμιλευμένως
διεσπαρμένως
διεσπασμένως
διεσπουδασμένως
διέσσυτο
διεστραμμένως
διεσφαλμένως
διεταρίστρια
διετηρίς
διετήρων
διετής
διετήσιος
διετία
διετίζω
διέτμαγεν
διευεργετέω
διευθετέω
διευθέτησις
View word page
διεταρίστρια
διετᾰρίστρια, ,
A). = τριβάς , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεταρίστρια
Headword (normalized):
διεταρίστρια
Headword (normalized/stripped):
διεταριστρια
IDX:
26695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26696
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διετᾰρίστρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τριβάς</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}