Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεσιαῖος
δίεσις
διεσκεμμένως
διεσκευασμένως
διεσμιλευμένως
διεσπαρμένως
διεσπασμένως
διεσπουδασμένως
διέσσυτο
διεστραμμένως
διεσφαλμένως
διεταρίστρια
διετηρίς
διετήρων
διετής
διετήσιος
διετία
διετίζω
διέτμαγεν
διευεργετέω
διευθετέω
View word page
διεσφαλμένως
διεσφαλμένως, Adv.
A). wrongly, Arr. Epict. 3.23.3 .


ShortDef

wrongly

Debugging

Headword:
διεσφαλμένως
Headword (normalized):
διεσφαλμένως
Headword (normalized/stripped):
διεσφαλμενως
IDX:
26694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26695
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεσφαλμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wrongly,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0074.tlg-02:3:23:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0074.tlg-02:3:23:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Epict.</span> 3.23.3 </a>.</div> </div><br><br>'}