Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διερωτητέον
διεσθίω
διεσιαῖος
δίεσις
διεσκεμμένως
διεσκευασμένως
διεσμιλευμένως
διεσπαρμένως
διεσπασμένως
διεσπουδασμένως
διέσσυτο
διεστραμμένως
διεσφαλμένως
διεταρίστρια
διετηρίς
διετήρων
διετής
διετήσιος
διετία
διετίζω
διέτμαγεν
View word page
διέσσυτο
διέσσῠτο, v. sub διασεύομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διέσσυτο
Headword (normalized):
διέσσυτο
Headword (normalized/stripped):
διεσσυτο
IDX:
26692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26693
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διέσσῠτο</span>, v. sub <span class="foreign greek">διασεύομαι.</span> </div><br><br>'}