Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διερωτάω
διερωτητέον
διεσθίω
διεσιαῖος
δίεσις
διεσκεμμένως
διεσκευασμένως
διεσμιλευμένως
διεσπαρμένως
διεσπασμένως
διεσπουδασμένως
διέσσυτο
διεστραμμένως
διεσφαλμένως
διεταρίστρια
διετηρίς
διετήρων
διετής
διετήσιος
διετία
διετίζω
View word page
διεσπουδασμένως
διεσπουδασμένως, Adv.
A). diligently, D.H. 1.6 codd.


ShortDef

diligently

Debugging

Headword:
διεσπουδασμένως
Headword (normalized):
διεσπουδασμένως
Headword (normalized/stripped):
διεσπουδασμενως
IDX:
26691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26692
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεσπουδασμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">diligently,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:1:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:1.6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> 1.6 </a> codd.</div> </div><br><br>'}