Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διερύω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διερωτητέον
διεσθίω
διεσιαῖος
δίεσις
διεσκεμμένως
διεσκευασμένως
διεσμιλευμένως
διεσπαρμένως
διεσπασμένως
διεσπουδασμένως
διέσσυτο
διεστραμμένως
διεσφαλμένως
διεταρίστρια
διετηρίς
διετήρων
διετής
View word page
διεσμιλευμένως
διεσμιλευμένως, Adv.
A). in polished style, Poll. 6.150 , Hsch.


ShortDef

in polished style

Debugging

Headword:
διεσμιλευμένως
Headword (normalized):
διεσμιλευμένως
Headword (normalized/stripped):
διεσμιλευμενως
IDX:
26688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26689
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεσμιλευμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in polished style,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:6:150" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:6.150/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 6.150 </a>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}