Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διερύκω
διερύω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διερωτητέον
διεσθίω
διεσιαῖος
δίεσις
διεσκεμμένως
διεσκευασμένως
διεσμιλευμένως
διεσπαρμένως
διεσπασμένως
διεσπουδασμένως
διέσσυτο
διεστραμμένως
διεσφαλμένως
διεταρίστρια
διετηρίς
διετήρων
View word page
διεσκευασμένως
διεσκευασμένως
(
-σκεδ-
cod.)
· διατετυπωμένως,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διεσκευασμένως
Headword (normalized):
διεσκευασμένως
Headword (normalized/stripped):
διεσκευασμενως
IDX:
26687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26688
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεσκευασμένως</span> (<span class="foreign greek">-σκεδ-</span> cod.)<span class="foreign greek">· διατετυπωμένως,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}