Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διέρυθρος
διερύκω
διερύω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διερωτητέον
διεσθίω
διεσιαῖος
δίεσις
διεσκεμμένως
διεσκευασμένως
διεσμιλευμένως
διεσπαρμένως
διεσπασμένως
διεσπουδασμένως
διέσσυτο
διεστραμμένως
διεσφαλμένως
διεταρίστρια
διετηρίς
View word page
διεσκεμμένως
διεσκεμμένως, Adv.
A). prudently, X. Oec. 7.18 .


ShortDef

prudently

Debugging

Headword:
διεσκεμμένως
Headword (normalized):
διεσκεμμένως
Headword (normalized/stripped):
διεσκεμμενως
IDX:
26686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26687
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεσκεμμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">prudently,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0032.tlg003.perseus-grc1:7:18" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0032.tlg003.perseus-grc1:7.18/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">X.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Oec.</span> 7.18 </a>.</div> </div><br><br>'}