Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διέρπω
διερριμμένως
διέρρωγα
δίερσις
διέρυθρος
διερύκω
διερύω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διερωτητέον
διεσθίω
διεσιαῖος
δίεσις
διεσκεμμένως
διεσκευασμένως
διεσμιλευμένως
διεσπαρμένως
διεσπασμένως
διεσπουδασμένως
διέσσυτο
View word page
διερωτητέον
διερωτ-ητέον,
A). one must cross-question, Gal. 18(2).638 .


ShortDef

one must cross-question

Debugging

Headword:
διερωτητέον
Headword (normalized):
διερωτητέον
Headword (normalized/stripped):
διερωτητεον
IDX:
26682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26683
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διερωτ-ητέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must cross-question,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).638 </span>.</div> </div><br><br>'}