Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διερπύζω
διέρπω
διερριμμένως
διέρρωγα
δίερσις
διέρυθρος
διερύκω
διερύω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διερωτητέον
διεσθίω
διεσιαῖος
δίεσις
διεσκεμμένως
διεσκευασμένως
διεσμιλευμένως
View word page
διερύω
διερύω,
A). v. διειρύω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διερύω
Headword (normalized):
διερύω
Headword (normalized/stripped):
διερυω
IDX:
26678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26679
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διερύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διειρύω.</span> </div> </div><br><br>'}