Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διερμηνευτής
διερμηνευτικός
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διερπύζω
διέρπω
διερριμμένως
διέρρωγα
δίερσις
διέρυθρος
διερύκω
διερύω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διερωτητέον
διεσθίω
διεσιαῖος
δίεσις
διεσκεμμένως
View word page
διέρυθρος
διέρυθρος, ον,
A). shot with red, Dsc. 3.9 .


ShortDef

shot with red

Debugging

Headword:
διέρυθρος
Headword (normalized):
διέρυθρος
Headword (normalized/stripped):
διερυθρος
IDX:
26676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26677
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διέρυθρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">shot with red,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.9 </span>.</div> </div><br><br>'}