Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διερίζω
διερμήνευσις
διερμηνευτέον
διερμηνευτής
διερμηνευτικός
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διερπύζω
διέρπω
διερριμμένως
διέρρωγα
δίερσις
διέρυθρος
διερύκω
διερύω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διερωτητέον
διεσθίω
View word page
διερριμμένως
διερριμμένως, Adv.
A). in a disjointed way, Plb. 3.58.3 .


ShortDef

in a disjointed way

Debugging

Headword:
διερριμμένως
Headword (normalized):
διερριμμένως
Headword (normalized/stripped):
διερριμμενως
IDX:
26673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26674
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διερριμμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in a disjointed way,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:3:58:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:3:58:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plb.</span> 3.58.3 </a>.</div> </div><br><br>'}