Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διερευνάω
διερεύνησις
διερευνητέον
διερευνητής
διερευνητικός
διερέω
διερίζω
διερμήνευσις
διερμηνευτέον
διερμηνευτής
διερμηνευτικός
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διερπύζω
διέρπω
διερριμμένως
διέρρωγα
δίερσις
διέρυθρος
διερύκω
View word page
διερμηνευτικός
διερμην-ευτικός, , όν,
A). interpretative, τοῖς τῇδε τῶν ἀπὸ τῶν θεῶν Olymp. in Alc. p.17C.


ShortDef

interpretative

Debugging

Headword:
διερμηνευτικός
Headword (normalized):
διερμηνευτικός
Headword (normalized/stripped):
διερμηνευτικος
IDX:
26667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26668
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διερμην-ευτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">interpretative,</span> <span class="quote greek">τοῖς τῇδε τῶν ἀπὸ τῶν θεῶν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4019.tlg004:p.17C" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4019.tlg004:p.17C/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Olymp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Alc.</span> p.17C. </a> </div> </div><br><br>'}