Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διερείδω
διερείκω
διέρεισμα
διερεισμός
διερειστέον
διερέσσω
διερευνάω
διερεύνησις
διερευνητέον
διερευνητής
διερευνητικός
διερέω
διερίζω
διερμήνευσις
διερμηνευτέον
διερμηνευτής
διερμηνευτικός
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διερπύζω
View word page
διερευνητικός
διερευν-ητικός, , όν, Ptol. Tetr. 57 . Adv. -κῶς ib. 7 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διερευνητικός
Headword (normalized):
διερευνητικός
Headword (normalized/stripped):
διερευνητικος
IDX:
26661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26662
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διερευν-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:57" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:57/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tetr.</span> 57 </a>. Adv. <span class="foreign greek">-κῶς</span> ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:7/canonical-url/"> 7 </a>.</div><br><br>'}