Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διερεθίζω
διερέθισις
διερέθισμα
διερεθισμός
διερεθιστέον
διερεθιστικός
διερείδω
διερείκω
διέρεισμα
διερεισμός
διερειστέον
διερέσσω
διερευνάω
διερεύνησις
διερευνητέον
διερευνητής
διερευνητικός
διερέω
διερίζω
διερμήνευσις
διερμηνευτέον
View word page
διερειστέον
διερ-ειστέον,
A). one must prop up, Sor. 1.114 .


ShortDef

one must prop up

Debugging

Headword:
διερειστέον
Headword (normalized):
διερειστέον
Headword (normalized/stripped):
διερειστεον
IDX:
26655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26656
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διερ-ειστέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must prop up,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1:114" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1.114/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 1.114 </a>.</div> </div><br><br>'}