Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεργάτινος
διέργω
διερεθίζω
διερέθισις
διερέθισμα
διερεθισμός
διερεθιστέον
διερεθιστικός
διερείδω
διερείκω
διέρεισμα
διερεισμός
διερειστέον
διερέσσω
διερευνάω
διερεύνησις
διερευνητέον
διερευνητής
διερευνητικός
διερέω
διερίζω
View word page
διέρεισμα
διέρ-εισμα, ατος, τό,
A). supporting beam, IG 2.1054.68 , 11(2).287 A 84 (Delos, iii B. C.); also δ. χαλκᾶ ib. 2.652A25 .


ShortDef

supporting beam

Debugging

Headword:
διέρεισμα
Headword (normalized):
διέρεισμα
Headword (normalized/stripped):
διερεισμα
IDX:
26653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26654
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διέρ-εισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">supporting beam,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 2.1054.68 </span>, <span class="bibl"> 11(2).287 </span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">A</span> 84 </span> (Delos, iii B. C.); also <span class="foreign greek">δ. χαλκᾶ</span> ib.<span class="bibl"> 2.652A25 </span>.</div> </div><br><br>'}