Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διέπραθον
διέπτατο
διέπω
διέραμα
διέραμαι
διέρασις
διεραυνάω
διεράω
διεργάζομαι
διεργάτινος
διέργω
διερεθίζω
διερέθισις
διερέθισμα
διερεθισμός
διερεθιστέον
διερεθιστικός
διερείδω
διερείκω
διέρεισμα
διερεισμός
View word page
διέργω
διέργω,
A). v. διείργω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διέργω
Headword (normalized):
διέργω
Headword (normalized/stripped):
διεργω
IDX:
26644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26645
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διέργω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διείργω.</span> </div> </div><br><br>'}