Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεπιφώσκω
διέπραθον
διέπτατο
διέπω
διέραμα
διέραμαι
διέρασις
διεραυνάω
διεράω
διεργάζομαι
διεργάτινος
διέργω
διερεθίζω
διερέθισις
διερέθισμα
διερεθισμός
διερεθιστέον
διερεθιστικός
διερείδω
διερείκω
διέρεισμα
View word page
διεργάτινος
διεργάτινος [ᾰ],
A). busy, laborious, παλάμαι IG 12(2).129.7 (Mytilene).


ShortDef

busy, laborious

Debugging

Headword:
διεργάτινος
Headword (normalized):
διεργάτινος
Headword (normalized/stripped):
διεργατινος
IDX:
26643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26644
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεργάτινος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">busy, laborious,</span> <span class="quote greek">παλάμαι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(2).129.7 </span> (Mytilene).</div> </div><br><br>'}