Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεπέφραδε
διεπιβαίνω
διεπιστέλλω
διεπιφώσκω
διέπραθον
διέπτατο
διέπω
διέραμα
διέραμαι
διέρασις
διεραυνάω
διεράω
διεργάζομαι
διεργάτινος
διέργω
διερεθίζω
διερέθισις
διερέθισμα
διερεθισμός
διερεθιστέον
διερεθιστικός
View word page
διεραυνάω
διεραυνάω, later form of διερευνάω, PMasp. 166.22 (vi A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεραυνάω
Headword (normalized):
διεραυνάω
Headword (normalized/stripped):
διεραυναω
IDX:
26640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26641
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεραυνάω</span>, later form of <span class="foreign greek">διερευνάω,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 166.22 </span> (vi A. D.).</div><br><br>'}