Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεξοιδάω
διεξουρέω
διεξωδέστερον
διεορτάζω
διεπαχήσατο
διεπέφραδε
διεπιβαίνω
διεπιστέλλω
διεπιφώσκω
διέπραθον
διέπτατο
διέπω
διέραμα
διέραμαι
διέρασις
διεραυνάω
διεράω
διεργάζομαι
διεργάτινος
διέργω
διερεθίζω
View word page
διέπτατο
διέπτατο,
A). v. διαπέτομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διέπτατο
Headword (normalized):
διέπτατο
Headword (normalized/stripped):
διεπτατο
IDX:
26635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26636
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διέπτατο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διαπέτομαι.</span> </div> </div><br><br>'}