Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεξοίγνυμι
διεξοιδάω
διεξουρέω
διεξωδέστερον
διεορτάζω
διεπαχήσατο
διεπέφραδε
διεπιβαίνω
διεπιστέλλω
διεπιφώσκω
διέπραθον
διέπτατο
διέπω
διέραμα
διέραμαι
διέρασις
διεραυνάω
διεράω
διεργάζομαι
διεργάτινος
διέργω
View word page
διέπραθον
διέπρᾰθ-ον, διεπρᾰθ-όμην,
A). v. διαπέρθω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διέπραθον
Headword (normalized):
διέπραθον
Headword (normalized/stripped):
διεπραθον
IDX:
26634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26635
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διέπρᾰθ-ον</span>, <span class="orth greek">διεπρᾰθ-όμην</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διαπέρθω.</span> </div> </div><br><br>'}