Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεξοδικός
διέξοδος
διεξοίγνυμι
διεξοιδάω
διεξουρέω
διεξωδέστερον
διεορτάζω
διεπαχήσατο
διεπέφραδε
διεπιβαίνω
διεπιστέλλω
διεπιφώσκω
διέπραθον
διέπτατο
διέπω
διέραμα
διέραμαι
διέρασις
διεραυνάω
διεράω
διεργάζομαι
View word page
διεπιστέλλω
διεπι-στέλλω,
A). dispatch, PLips. 10ii32 .


ShortDef

dispatch

Debugging

Headword:
διεπιστέλλω
Headword (normalized):
διεπιστέλλω
Headword (normalized/stripped):
διεπιστελλω
IDX:
26632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26633
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεπι-στέλλω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dispatch,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLips.</span> 10ii32 </span>.</div> </div><br><br>'}