Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεξοδευτικός
διεξοδεύω
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοίγνυμι
διεξοιδάω
διεξουρέω
διεξωδέστερον
διεορτάζω
διεπαχήσατο
διεπέφραδε
διεπιβαίνω
διεπιστέλλω
διεπιφώσκω
διέπραθον
διέπτατο
διέπω
διέραμα
διέραμαι
διέρασις
διεραυνάω
View word page
διεπέφραδε
διεπέφρᾰδε,
A). v. διαφράζω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεπέφραδε
Headword (normalized):
διεπέφραδε
Headword (normalized/stripped):
διεπεφραδε
IDX:
26630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26631
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεπέφρᾰδε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διαφράζω.</span> </div> </div><br><br>'}