Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διεξιχνεύω
διεξοδευτικός
διεξοδεύω
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοίγνυμι
διεξοιδάω
διεξουρέω
διεξωδέστερον
διεορτάζω
διεπαχήσατο
διεπέφραδε
διεπιβαίνω
διεπιστέλλω
διεπιφώσκω
διέπραθον
διέπτατο
διέπω
διέραμα
διέραμαι
διέρασις
View word page
διεπαχήσατο
διεπαχήσατο·
διεπράξατο,
Hsch.
διεπέμφρακτο·
διέφθαρτο,
Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διεπαχήσατο
Headword (normalized):
διεπαχήσατο
Headword (normalized/stripped):
διεπαχησατο
IDX:
26629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26630
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεπαχήσατο·</span> <span class="foreign greek">διεπράξατο,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">διεπέμφρακτο·</span> <span class="foreign greek">διέφθαρτο,</span> Id.</div><br><br>'}