Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεξέρπω
διεξερύγησις
διεξέρχομαι
διεξετάζω
διεξηγέομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξιππάζομαι
διεξιτέον
διεξιχνεύω
διεξοδευτικός
διεξοδεύω
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοίγνυμι
διεξοιδάω
διεξουρέω
διεξωδέστερον
διεορτάζω
διεπαχήσατο
διεπέφραδε
View word page
διεξοδευτικός
διεξ-οδευτικός, , όν,
A). giving issue, ποταμῶν δ. ἀφέσεις εἰς θάλατταν EM 692.52 .


ShortDef

giving issue

Debugging

Headword:
διεξοδευτικός
Headword (normalized):
διεξοδευτικός
Headword (normalized/stripped):
διεξοδευτικος
IDX:
26620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26621
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεξ-οδευτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">giving issue,</span> <span class="quote greek">ποταμῶν δ. ἀφέσεις εἰς θάλατταν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:692:52" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:692.52/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 692.52 </a> .</div> </div><br><br>'}