Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεξερευνάω
διεξέρπω
διεξερύγησις
διεξέρχομαι
διεξετάζω
διεξηγέομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξιππάζομαι
διεξιτέον
διεξιχνεύω
διεξοδευτικός
διεξοδεύω
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοίγνυμι
διεξοιδάω
διεξουρέω
διεξωδέστερον
διεορτάζω
διεπαχήσατο
View word page
διεξιχνεύω
διεξ-ιχνεύω,
A). search through, δικαιώματα PMasp. 167.35 (vi A. D.).


ShortDef

search through

Debugging

Headword:
διεξιχνεύω
Headword (normalized):
διεξιχνεύω
Headword (normalized/stripped):
διεξιχνευω
IDX:
26619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26620
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεξ-ιχνεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">search through,</span> <span class="quote greek">δικαιώματα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 167.35 </span> (vi A. D.).</div> </div><br><br>'}