Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάω
διεξέρπω
διεξερύγησις
διεξέρχομαι
διεξετάζω
διεξηγέομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξιππάζομαι
διεξιτέον
διεξιχνεύω
διεξοδευτικός
διεξοδεύω
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοίγνυμι
διεξοιδάω
διεξουρέω
διεξωδέστερον
View word page
διεξιππάζομαι
διεξ-ιππάζομαι,
A). ride out through, dub. for διεξεπαίσατο (cf. διεκπαίω), Polyaen. 5.16.5 .


ShortDef

ride out through

Debugging

Headword:
διεξιππάζομαι
Headword (normalized):
διεξιππάζομαι
Headword (normalized/stripped):
διεξιππαζομαι
IDX:
26617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26618
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεξ-ιππάζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ride out through,</span> dub. for <span class="foreign greek">διεξεπαίσατο</span> (cf. <span class="foreign greek">διεκπαίω</span>), <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1620.tlg001:5:16:5" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1620.tlg001:5:16:5/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Polyaen.</span> 5.16.5 </a>.</div> </div><br><br>'}