Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεξελέγχω
διεξέλευσις
διεξελίσσω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
διεξερευνάω
διεξέρπω
διεξερύγησις
διεξέρχομαι
διεξετάζω
διεξηγέομαι
διεξίημι
διεξικνέομαι
διεξιππάζομαι
διεξιτέον
διεξιχνεύω
διεξοδευτικός
διεξοδεύω
διεξοδικός
διέξοδος
διεξοίγνυμι
View word page
διεξηγέομαι
διεξ-ηγέομαι, strengthd. for ἐξηγέομαι, v. l. in X. Mem. 4.2.12 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεξηγέομαι
Headword (normalized):
διεξηγέομαι
Headword (normalized/stripped):
διεξηγεομαι
IDX:
26614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26615
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεξ-ηγέομαι</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ἐξηγέομαι,</span> v. l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0032.tlg002.perseus-grc1:4:2:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0032.tlg002.perseus-grc1:4:2:12/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">X.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mem.</span> 4.2.12 </a>.</div><br><br>'}