Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγαθολογέω
ἀγαθοποιέω
ἀγαθοποίησις
ἀγαθοποιία
ἀγαθοποιός
ἀγαθός
ἀγάθοσμον
ἀγαθοσύμβουλος
ἀγαθότης
ἀγαθοτυχέω
ἀγαθουργέω
ἀγαθοφανής
ἀγαθοφόρος
ἀγαθόφρων
ἀγαθόω
ἀγάθυνσις
ἀγαθύνω
ἀγάθωμα
ἀγαθωσύνη
ἀγαίομαι
ἀγαῖος
View word page
ἀγαθουργέω
ἀγαθουργέω, ἀγαθο-ουργία, ἀγαθο-ουργός,
A). v. ἀγαθοεργ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγαθουργέω
Headword (normalized):
ἀγαθουργέω
Headword (normalized/stripped):
αγαθουργεω
IDX:
265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-266
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγαθουργέω</span>, <span class="orth greek">ἀγαθο-ουργία</span>, <span class="orth greek">ἀγαθο-ουργός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀγαθοεργ-.</span> </div> </div><br><br>'}