Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεξαγωγή
διεξαγωγός
διεξαιρέω
διεξαΐσσω
διεξαμείβομαι
διεξάνθημα
διεξανθίζω
διεξανίσταμαι
διεξανύω
διεξαρκέω
διεξαρτάομαι
διεξατμίζω
διεξᾴττω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξέλευσις
διεξελίσσω
διεξεργάζομαι
διεξερέομαι
View word page
διεξαρτάομαι
διεξ-αρτάομαι,
A). depend on, τῆς λογικῆς φύσεως Ph. 1.446 .


ShortDef

depend on

Debugging

Headword:
διεξαρτάομαι
Headword (normalized):
διεξαρτάομαι
Headword (normalized/stripped):
διεξαρταομαι
IDX:
26598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26599
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεξ-αρτάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">depend on,</span> <span class="quote greek">τῆς λογικῆς φύσεως</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:446" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.446/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.446 </a> .</div> </div><br><br>'}