Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διεξαγνέω
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξαγωγός
διεξαιρέω
διεξαΐσσω
διεξαμείβομαι
διεξάνθημα
διεξανθίζω
διεξανίσταμαι
διεξανύω
διεξαρκέω
διεξαρτάομαι
διεξατμίζω
διεξᾴττω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξέλευσις
διεξελίσσω
View word page
διεξανύω
διεξ-ᾰνύω
,
A).
complete,
πλοῦν
lamb.
VP
3.16
.
ShortDef
complete
Debugging
Headword:
διεξανύω
Headword (normalized):
διεξανύω
Headword (normalized/stripped):
διεξανυω
IDX:
26596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26597
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεξ-ᾰνύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">complete,</span> <span class="foreign greek">πλοῦν</span> lamb.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">VP</span> 3.16 </span>.</div> </div><br><br>'}