Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διενιαυτίζω
διενίημι
δίενος
διενοχλέω
διεντέρευμα
διέξ
διεξαγνέω
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξαγωγός
διεξαιρέω
διεξαΐσσω
διεξαμείβομαι
διεξάνθημα
διεξανθίζω
διεξανίσταμαι
διεξανύω
διεξαρκέω
διεξαρτάομαι
διεξατμίζω
διεξᾴττω
View word page
διεξαιρέω
διεξ-αιρέω, strengthd. for ἐξαιρέω, Demetr. Eloc. 299 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεξαιρέω
Headword (normalized):
διεξαιρέω
Headword (normalized/stripped):
διεξαιρεω
IDX:
26590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26591
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεξ-αιρέω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ἐξαιρέω,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0613.tlg001:299" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0613.tlg001:299/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Demetr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eloc.</span> 299 </a>.</div><br><br>'}