Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διενεκτέον
διενεργέω
διενεργητικός
διενθυμέομαι
διενιαυτίζω
διενίημι
δίενος
διενοχλέω
διεντέρευμα
διέξ
διεξαγνέω
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξαγωγός
διεξαιρέω
διεξαΐσσω
διεξαμείβομαι
διεξάνθημα
διεξανθίζω
διεξανίσταμαι
διεξανύω
View word page
διεξαγνέω
διεξ-αγνέω
, = sq.,
IG
5(1).26.9
(Sparta, ii B. C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διεξαγνέω
Headword (normalized):
διεξαγνέω
Headword (normalized/stripped):
διεξαγνεω
IDX:
26586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26587
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεξ-αγνέω</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 5(1).26.9 </span> (Sparta, ii B. C.).</div><br><br>'}