Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διενείργω
διενεκτέον
διενεργέω
διενεργητικός
διενθυμέομαι
διενιαυτίζω
διενίημι
δίενος
διενοχλέω
διεντέρευμα
διέξ
διεξαγνέω
διεξάγω
διεξαγωγή
διεξαγωγός
διεξαιρέω
διεξαΐσσω
διεξαμείβομαι
διεξάνθημα
διεξανθίζω
διεξανίσταμαι
View word page
διέξ
διέξ,
A). v. διέκ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διέξ
Headword (normalized):
διέξ
Headword (normalized/stripped):
διεξ
IDX:
26585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26586
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διέξ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διέκ.</span> </div> </div><br><br>'}