Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεμπίπτω
διεμπολάω
διεμφαίνω
διεμφανίζω
διεμφύομαι
διενέγκαι
διενειλέω
διενείργω
διενεκτέον
διενεργέω
διενεργητικός
διενθυμέομαι
διενιαυτίζω
διενίημι
δίενος
διενοχλέω
διεντέρευμα
διέξ
διεξαγνέω
διεξάγω
διεξαγωγή
View word page
διενεργητικός
διεν-εργητικός, , όν, strengthd. for ἐνεργητικός, δύναμις Herod. Med. in Rh.Mus. 58.76 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διενεργητικός
Headword (normalized):
διενεργητικός
Headword (normalized/stripped):
διενεργητικος
IDX:
26578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26579
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεν-εργητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ἐνεργητικός, δύναμις</span> Herod. Med. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.Mus.</span> 58.76 </span>.</div><br><br>'}