Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διεμπίμπλημι
διεμπίπτω
διεμπολάω
διεμφαίνω
διεμφανίζω
διεμφύομαι
διενέγκαι
διενειλέω
διενείργω
διενεκτέον
διενεργέω
διενεργητικός
διενθυμέομαι
διενιαυτίζω
διενίημι
δίενος
διενοχλέω
διεντέρευμα
διέξ
διεξαγνέω
διεξάγω
View word page
διενεργέω
διεν-εργέω
, strengthd. for
ἐνεργέω,
Critoap.
Stob.
3.3.64
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διενεργέω
Headword (normalized):
διενεργέω
Headword (normalized/stripped):
διενεργεω
IDX:
26577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26578
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεν-εργέω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ἐνεργέω,</span> Critoap.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 3.3.64 </span>.</div><br><br>'}