Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διέμενος
διεμμένω
διέμπιλος
διεμπίμπλημι
διεμπίπτω
διεμπολάω
διεμφαίνω
διεμφανίζω
διεμφύομαι
διενέγκαι
διενειλέω
διενείργω
διενεκτέον
διενεργέω
διενεργητικός
διενθυμέομαι
διενιαυτίζω
διενίημι
δίενος
διενοχλέω
διεντέρευμα
View word page
διενειλέω
διεν-ειλέω,
A). involve, λόγος διενειλημένος Ps.- Luc. Philopatr. 1 .


ShortDef

involve

Debugging

Headword:
διενειλέω
Headword (normalized):
διενειλέω
Headword (normalized/stripped):
διενειλεω
IDX:
26574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26575
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεν-ειλέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">involve,</span> <span class="foreign greek">λόγος διενειλημένος</span> Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Philopatr.</span> 1 </span>.</div> </div><br><br>'}