Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διελινήσατο
διελινύω
διελίσσω
διελίτην
διελκυσμός
διελκυστίνδα
διέλκω
δίεμαι
διεμβάλλω
διέμενος
διεμμένω
διέμπιλος
διεμπίμπλημι
διεμπίπτω
διεμπολάω
διεμφαίνω
διεμφανίζω
διεμφύομαι
διενέγκαι
διενειλέω
διενείργω
View word page
διεμμένω
διεμ-μένω
,
A).
keep in place,
Gal.
18(1).828
.
ShortDef
keep in place
Debugging
Headword:
διεμμένω
Headword (normalized):
διεμμένω
Headword (normalized/stripped):
διεμμενω
IDX:
26565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26566
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεμ-μένω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">keep in place,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).828 </span>.</div> </div><br><br>'}