Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διέλθυρις
διελινήσατο
διελινύω
διελίσσω
διελίτην
διελκυσμός
διελκυστίνδα
διέλκω
δίεμαι
διεμβάλλω
διέμενος
διεμμένω
διέμπιλος
διεμπίμπλημι
διεμπίπτω
διεμπολάω
διεμφαίνω
διεμφανίζω
διεμφύομαι
διενέγκαι
διενειλέω
View word page
διέμενος
διέμενος,
A). v. διΐημι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διέμενος
Headword (normalized):
διέμενος
Headword (normalized/stripped):
διεμενος
IDX:
26564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26565
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διέμενος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διΐημι.</span> </div> </div><br><br>'}