Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεκφεύγω
διεκφύω
διεκχέω
διέλασις
διελαύνω
διελεγκτέον
διελέγχω
διελευθερόω
διέλευσις
διέλθυρις
διελινήσατο
διελινύω
διελίσσω
διελίτην
διελκυσμός
διελκυστίνδα
διέλκω
δίεμαι
διεμβάλλω
διέμενος
διεμμένω
View word page
διελινήσατο
διελινήσατο· ἐξέφυγε, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διελινήσατο
Headword (normalized):
διελινήσατο
Headword (normalized/stripped):
διελινησατο
IDX:
26555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26556
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διελινήσατο·</span> <span class="foreign greek">ἐξέφυγε,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}