Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διεκφέρω
διεκφεύγω
διεκφύω
διεκχέω
διέλασις
διελαύνω
διελεγκτέον
διελέγχω
διελευθερόω
διέλευσις
διέλθυρις
διελινήσατο
διελινύω
διελίσσω
διελίτην
διελκυσμός
διελκυστίνδα
διέλκω
δίεμαι
διεμβάλλω
διέμενος
View word page
διέλθυρις
διέλθυρις·
διάμφοδος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διέλθυρις
Headword (normalized):
διέλθυρις
Headword (normalized/stripped):
διελθυρις
IDX:
26554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26555
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διέλθυρις·</span> <span class="foreign greek">διάμφοδος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}