Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διεκτρυπάω
διεκτυλόω
διεκτύλωσις
διεκφαίνω
διεκφέρω
διεκφεύγω
διεκφύω
διεκχέω
διέλασις
διελαύνω
διελεγκτέον
διελέγχω
διελευθερόω
διέλευσις
διέλθυρις
διελινήσατο
διελινύω
διελίσσω
διελίτην
διελκυσμός
διελκυστίνδα
View word page
διελεγκτέον
διελεγκτέον
,
A).
one must refute,
Plu.
2.450b
.
ShortDef
one must refute
Debugging
Headword:
διελεγκτέον
Headword (normalized):
διελεγκτέον
Headword (normalized/stripped):
διελεγκτεον
IDX:
26550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26551
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διελεγκτέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must refute,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.450b </span>.</div> </div><br><br>'}