Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεκτέμνω
διεκτετραίνω
διεκτρέχω
διέκτρησις
διεκτρυπάω
διεκτυλόω
διεκτύλωσις
διεκφαίνω
διεκφέρω
διεκφεύγω
διεκφύω
διεκχέω
διέλασις
διελαύνω
διελεγκτέον
διελέγχω
διελευθερόω
διέλευσις
διέλθυρις
διελινήσατο
διελινύω
View word page
διεκφύω
διεκ-φύω,
A). spring from, of veins and muscles, Gal. 2.786 , 18(1).446 .


ShortDef

spring from

Debugging

Headword:
διεκφύω
Headword (normalized):
διεκφύω
Headword (normalized/stripped):
διεκφυω
IDX:
26546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26547
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεκ-φύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">spring from,</span> of veins and muscles, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 2.786 </span>, <span class="bibl"> 18(1).446 </span>.</div> </div><br><br>'}