Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεκτείνω
διεκτελέστερον
διεκτελέω
διεκτέλλω
διεκτέμνω
διεκτετραίνω
διεκτρέχω
διέκτρησις
διεκτρυπάω
διεκτυλόω
διεκτύλωσις
διεκφαίνω
διεκφέρω
διεκφεύγω
διεκφύω
διεκχέω
διέλασις
διελαύνω
διελεγκτέον
διελέγχω
διελευθερόω
View word page
διεκτύλωσις
διεκ-τύλωσις, εως, ,
A). removal of a callus, ibid.


ShortDef

removal of a callus

Debugging

Headword:
διεκτύλωσις
Headword (normalized):
διεκτύλωσις
Headword (normalized/stripped):
διεκτυλωσις
IDX:
26542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26543
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεκ-τύλωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">removal of a callus,</span> ibid.</div> </div><br><br>'}