Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διέκροος
διεκσεύω
διεκτείνω
διεκτελέστερον
διεκτελέω
διεκτέλλω
διεκτέμνω
διεκτετραίνω
διεκτρέχω
διέκτρησις
διεκτρυπάω
διεκτυλόω
διεκτύλωσις
διεκφαίνω
διεκφέρω
διεκφεύγω
διεκφύω
διεκχέω
διέλασις
διελαύνω
διελεγκτέον
View word page
διεκτρυπάω
διεκ-τρῡπάω,
A). gloss on διεκπαίω , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεκτρυπάω
Headword (normalized):
διεκτρυπάω
Headword (normalized/stripped):
διεκτρυπαω
IDX:
26540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26541
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεκ-τρῡπάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">διεκπαίω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}