Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεκπνοή
διεκπονέω
διεκπορεύομαι
διεκπτύω
διέκπτωσις
διεκρέω
διέκροος
διεκσεύω
διεκτείνω
διεκτελέστερον
διεκτελέω
διεκτέλλω
διεκτέμνω
διεκτετραίνω
διεκτρέχω
διέκτρησις
διεκτρυπάω
διεκτυλόω
διεκτύλωσις
διεκφαίνω
διεκφέρω
View word page
διεκτελέω
διεκ-τελέω,
A). accomplish, τὴν οἰκονομίαν PMag.Par. 1.2107 .


ShortDef

accomplish

Debugging

Headword:
διεκτελέω
Headword (normalized):
διεκτελέω
Headword (normalized/stripped):
διεκτελεω
IDX:
26534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26535
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεκ-τελέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">accomplish,</span> <span class="quote greek">τὴν οἰκονομίαν</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.2107 </span> .</div> </div><br><br>'}