Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεκπνέω
διεκπνοή
διεκπονέω
διεκπορεύομαι
διεκπτύω
διέκπτωσις
διεκρέω
διέκροος
διεκσεύω
διεκτείνω
διεκτελέστερον
διεκτελέω
διεκτέλλω
διεκτέμνω
διεκτετραίνω
διεκτρέχω
διέκτρησις
διεκτρυπάω
διεκτυλόω
διεκτύλωσις
διεκφαίνω
View word page
διεκτελέστερον
διεκ-τελέστερον· ἀκριβέστερον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεκτελέστερον
Headword (normalized):
διεκτελέστερον
Headword (normalized/stripped):
διεκτελεστερον
IDX:
26533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26534
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεκ-τελέστερον·</span> <span class="foreign greek">ἀκριβέστερον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}