Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεκπεράω
διεκπερδικίζω
διεκπηδάω
διεκπίπτω
διεκπλέκω
διεκπλέω
διέκπλοος
διεκπλώω
διεκπνέω
διεκπνοή
διεκπονέω
διεκπορεύομαι
διεκπτύω
διέκπτωσις
διεκρέω
διέκροος
διεκσεύω
διεκτείνω
διεκτελέστερον
διεκτελέω
διεκτέλλω
View word page
διεκπονέω
διεκ-πονέω,
A). work out, calculate, Gal. 19.529 ; prob. for -ποιέω, ib. 531 .


ShortDef

work out, calculate

Debugging

Headword:
διεκπονέω
Headword (normalized):
διεκπονέω
Headword (normalized/stripped):
διεκπονεω
IDX:
26525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26526
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεκ-πονέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">work out, calculate,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.529 </span>; prob. for <span class="foreign greek">-ποιέω,</span> ib.<span class="bibl"> 531 </span>.</div> </div><br><br>'}