Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διέκπαυσις
διεκπεραίνω
διεκπεραιόομαι
διεκπεράω
διεκπερδικίζω
διεκπηδάω
διεκπίπτω
διεκπλέκω
διεκπλέω
διέκπλοος
διεκπλώω
διεκπνέω
διεκπνοή
διεκπονέω
διεκπορεύομαι
διεκπτύω
διέκπτωσις
διεκρέω
διέκροος
διεκσεύω
διεκτείνω
View word page
διεκπλώω
διεκ-πλώω,
A). v. διεκπλέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεκπλώω
Headword (normalized):
διεκπλώω
Headword (normalized/stripped):
διεκπλωω
IDX:
26522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26523
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεκ-πλώω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διεκπλέω.</span> </div> </div><br><br>'}