Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεκμυζάω
διεκνέομαι
διεκπαίω
διέκπαυσις
διεκπεραίνω
διεκπεραιόομαι
διεκπεράω
διεκπερδικίζω
διεκπηδάω
διεκπίπτω
διεκπλέκω
διεκπλέω
διέκπλοος
διεκπλώω
διεκπνέω
διεκπνοή
διεκπονέω
διεκπορεύομαι
διεκπτύω
διέκπτωσις
διεκρέω
View word page
διεκπλέκω
διεκ-πλέκω, dub. sens. in Alex. Fig. 2.20 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεκπλέκω
Headword (normalized):
διεκπλέκω
Headword (normalized/stripped):
διεκπλεκω
IDX:
26519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26520
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεκ-πλέκω</span>, dub. sens. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0594.tlg002:2:20" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0594.tlg002:2.20/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fig.</span> 2.20 </a>.</div><br><br>'}